Κοραλία
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Κοραλία < (άμεσο δάνειο) γαλλική Coralie < λατινική corallium < ελληνιστική κοινή κοράλλιον[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ɾaˈli.a/
- Κοραλλία (ορθογραφία με αναφορά στο κοράλλιον)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.