Κωστούλα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈstu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κωστούλα

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κωστούλα οι Κωστούλες
      γενική της Κωστούλας
    αιτιατική την Κωστούλα τις Κωστούλες
     κλητική Κωστούλα Κωστούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κωστούλα < θηλυκό του Κωστής + -ούλα

Κύριο όνομα

Κωστούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Κωστούλα < γενική ενικού του αρσενικού Κωστούλας

Κύριο όνομα

Κωστούλα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Κωστούλα αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.