Κωστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κωστής οι Κωστήδες
      γενική του Κωστή των Κωστήδων
    αιτιατική τον Κωστή τους Κωστήδες
     κλητική Κωστή Κωστήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κωστής < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κωστής
 

Κύριο όνομα

Κωστής αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Κωνσταντίνος
     δείτε και όνομα Κώστας
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Κωστή)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.