Κορκόδειλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κορκόδειλος οι Κορκόδειλοι
      γενική του Κορκόδειλου
& Κορκοδείλου
των Κορκόδειλων
& Κορκοδείλων
    αιτιατική τον Κορκόδειλο τους Κορκόδειλους
& Κορκοδείλους
     κλητική Κορκόδειλε Κορκόδειλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μάντζαρος (κλίση: καρδινάλιος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κορκόδειλος < αναγραμματισμός του Κροκόδειλος

Προφορά

ΔΦΑ : /koɾˈko.ði.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κορκόδειλος
ομόηχο: κορκόδειλος

Κύριο όνομα

Κορκόδειλος αρσενικό (θηλυκό Κορκόδειλου ή Κορκοδείλου)

  • ανδρικό επώνυμο με προέλευση την Άνδρο
      Το σχολείο Αμολόχου ιδρύθηκε το 1832 και λειτούργησε σε ενοικιασμένο οίκημα. Αλληλοδιδάσκαλος προσελήφθη από την κοινότητα ο Διονύσιος Κορκόδειλος.
    Δαυίδ Ιωάννου, Ανδριώτες εκπαιδευτικοί του 19ου αιώνα [= Ανδριακά Χρονικά, αρ. 35] (Άνδρος: Καΐρειος Βιβλιοθήκη, 2005, ISSN 1105-0144, ISBN 960-7709-21-7), σ. 46.

Συγγενικά

Μεταγραφές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Κορκόδειλος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Κορκόδειλος αρσενικό

Αναφορές

  • Κορκόδειλος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.