Κιβωτός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κιβωτός < κιβωτός

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.voˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κιβωτός

Κύριο όνομα

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κιβωτός οι Κιβωτοί
      γενική του Κιβωτού των Κιβωτών
    αιτιατική τον Κιβωτό τους Κιβωτούς
     κλητική Κιβωτέ Κιβωτοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κιβωτός αρσενικό (θηλυκό Κιβωτού)

Κύριο όνομα

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κιβωτός οι Κιβωτοί
      γενική της Κιβωτού των Κιβωτών
    αιτιατική την Κιβωτό τις Κιβωτούς
     κλητική Κιβωτέ Κιβωτοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κιβωτός θηλυκό

  1. οικισμός των Γρεβενών
  2. νησίδα του Αργοσαρωνικού

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.