Γρεβενά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Γρεβενά | ||
| γενική | των | Γρεβενών | ||
| αιτιατική | τα | Γρεβενά | ||
| κλητική | Γρεβενά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γρεβενά < σλαβικής προέλευσης гребен / greben[1] (πλαγιά βουνού, βουνοσειρά) < πρωτοσλαβική *grebenь
Κύριο όνομα
Γρεβενά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
-
Γρεβενά στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- Γεώργιος Λεβενιώτης, «Τα γλωσσικά κατάλοιπα (οικωνύμια, τοπωνύμια, δάνεια προσηγορικά) ως ιστορική πηγή για τη μεσαιωνική σλαβική παρουσία στον ελλαδικό χώρο», црквене студије (Εκκλησιαστικές σπουδές), 15 (2018) 659.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.