Γρεβενά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Γρεβενά
      γενική των Γρεβενών
    αιτιατική τα Γρεβενά
     κλητική Γρεβενά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γρεβενά < σλαβικής προέλευσης гребен / greben[1] (πλαγιά βουνού, βουνοσειρά) < πρωτοσλαβική *grebenь

Κύριο όνομα

Γρεβενά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.