Κηπιώτης

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈpço.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κηπιώτης

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κηπιώτης οι Κηπιώτες
      γενική του Κηπιώτη των Κηπιωτών
    αιτιατική τον Κηπιώτη τους Κηπιώτες
     κλητική Κηπιώτη Κηπιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κηπιώτης < Κήπ(ος) ή Κήπ(οι) + -ιώτης

Κύριο όνομα

Κηπιώτης αρσενικό (θηλυκό Κηπιώτισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κηπιώτης οι Κηπιώτηδες
      γενική του Κηπιώτη* των Κηπιώτηδων
    αιτιατική τον Κηπιώτη τους Κηπιώτηδες
     κλητική Κηπιώτη Κηπιώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Κηπιώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κηπιώτης < πατριδωνυμικό Κηπιώτης

Κύριο όνομα

Κηπιώτης αρσενικό (θηλυκό Κηπιώτη ή Κηπιώτου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.