Κήποι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Κήποι
      γενική των Κήπων
    αιτιατική τους Κήπους
     κλητική Κήποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κήποι < κήποι < πληθυντικός αριθμός του κήπος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈci.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κήποι

Κύριο όνομα

Κήποι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.