κερατιώτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κερατιώτικος η κερατιώτικη το κερατιώτικο
      γενική του κερατιώτικου της κερατιώτικης του κερατιώτικου
    αιτιατική τον κερατιώτικο την κερατιώτικη το κερατιώτικο
     κλητική κερατιώτικε κερατιώτικη κερατιώτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κερατιώτικοι οι κερατιώτικες τα κερατιώτικα
      γενική των κερατιώτικων των κερατιώτικων των κερατιώτικων
    αιτιατική τους κερατιώτικους τις κερατιώτικες τα κερατιώτικα
     κλητική κερατιώτικοι κερατιώτικες κερατιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κερατιώτικος < Κερατιώτ(ης) + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.ɾaˈtço.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κερατιώτικος

Επίθετο

κερατιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με την Κερατέα ή τους κατοίκους της

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.