Καταφυγιώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καταφυγιώτης | οι | Καταφυγιώτηδες |
| γενική | του | Καταφυγιώτη* | των | Καταφυγιώτηδων |
| αιτιατική | τον | Καταφυγιώτη | τους | Καταφυγιώτηδες |
| κλητική | Καταφυγιώτη | Καταφυγιώτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Καταφυγιώτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Καταφυγιώτης αρσενικό
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Καταφυγιώτη ή Καταφυγιώτου)
- (θρησκεία) προσωνυμία μοναχών, αγίων και, γενικότερα, ιερών προσώπων (θηλυκό Καταφυγιώτισσα)
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Katafiyiotis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.