Καταφυγιώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καταφυγιώτης οι Καταφυγιώτηδες
      γενική του Καταφυγιώτη* των Καταφυγιώτηδων
    αιτιατική τον Καταφυγιώτη τους Καταφυγιώτηδες
     κλητική Καταφυγιώτη Καταφυγιώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Καταφυγιώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καταφυγιώτης < καταφύγιο ή καταφυγή + -ιώτης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Καταφυγιώτης αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Καταφυγιώτη ή Καταφυγιώτου)
  2. (θρησκεία) προσωνυμία μοναχών, αγίων και, γενικότερα, ιερών προσώπων (θηλυκό Καταφυγιώτισσα)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.