Καταφυγιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Καταφυγιώτισσα | οι | Καταφυγιώτισσες |
| γενική | της | Καταφυγιώτισσας | των | Καταφυγιωτισσών |
| αιτιατική | την | Καταφυγιώτισσα | τις | Καταφυγιώτισσες |
| κλητική | Καταφυγιώτισσα | Καταφυγιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καταφυγιώτισσα < προσωνύμιο Καταφυγιώτης (< καταφύγιο, καταφυγή) + -ισσα
Συγγενικά
- Καταφυγιώτης (προσωνύμιο και επώνυμο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.