Κατάρα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈta.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κατάρα

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κατάρα οι Κατάρες
      γενική της Κατάρας των Καταρών
    αιτιατική την Κατάρα τις Κατάρες
     κλητική Κατάρα Κατάρες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κατάρα < κατάρα

Κύριο όνομα

Κατάρα θηλυκό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Κατάρα < γενική ενικού του αρσενικού Κατάρας

Κύριο όνομα

Κατάρα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Κατάρα αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.