Καμερουνέζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καμερουνέζα οι Καμερουνέζες
      γενική της Καμερουνέζας
    αιτιατική την Καμερουνέζα τις Καμερουνέζες
     κλητική Καμερουνέζα Καμερουνέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καμερουνέζα < Καμερουνέζος + (-έζα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.me.ɾuˈne.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καμερουνέζα

Ουσιαστικό

Καμερουνέζα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καμερουνέζος

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Καμερούν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.