Ισημερινός

H σημαία του Ισημερινού.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ισημερινός οι Ισημερινοί
      γενική του Ισημερινού των Ισημερινών
    αιτιατική τον Ισημερινό τους Ισημερινούς
     κλητική Ισημερινέ Ισημερινοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η θέση του Ισημερινού στο χάρτη.

Ετυμολογία

Ισημερινός < (μεταφραστικό δάνειο) ισπανική Ecuador < ecuador (ισημερινός, επειδή η χώρα πέφτει πάνω στον ισημερινό)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.si.me.ɾiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ισημερινός

Κύριο όνομα

Ισημερινός αρσενικό, μόνο στον ενικό

Συνώνυμα

Κάτοικοι του Ισημερινού:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.