Θάσος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Θάσος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Θάσος

Κύριο όνομα

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Θάσος
      γενική της Θάσου
    αιτιατική τη Θάσο
     κλητική Θάσε
(Θάσο)
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Θάσος θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. νησί του βορείου Αιγαίου Πελάγους
  2. (ελληνική μυθολογία) αδελφός του Κάδμου

Κύριο όνομα

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θάσος οι Θάσοι
      γενική του Θάσου των Θάσων
    αιτιατική τον Θάσο τους Θάσους
     κλητική Θάσο
& Θάσε
Θάσοι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Θάσος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.