Ζωή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ζωή | οι | Ζωές |
| γενική | της | Ζωής | των | Ζωών |
| αιτιατική | τη | Ζωή | τις | Ζωές |
| κλητική | Ζωή | Ζωές | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ζωή < αρχαία ελληνική ζωή
Προφορά
- ΔΦΑ : /zoˈi/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.