Ζαβλακάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Ζαβλακάς
      γενική του Ζαβλακά
    αιτιατική τον Ζαβλακά
     κλητική Ζαβλακά
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ζαβλακάς <  δείτε τη λέξη ζαβλακώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /za.vlaˈkas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζαβλακάς

Κύριο όνομα

Ζαβλακάς αρσενικό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.