Ζαβλακάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ζαβλακάς | ||
| γενική | του | Ζαβλακά | ||
| αιτιατική | τον | Ζαβλακά | ||
| κλητική | Ζαβλακά | |||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ζαβλακάς < → δείτε τη λέξη ζαβλακώνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /za.vlaˈkas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζα‐βλα‐κάς
Κύριο όνομα
Ζαβλακάς αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (λαογραφία, σπάνιο) ανδρικό όνομα, για φανταστικό άγιο λαϊκής ευτράπελης αφήγησης
- ※ Το παράξενο πράγμα που ζητάει η γυναίκα για τη θεραπεία της πλαστής τύφλωσής της, είναι, κατά κανόνα, κωμικά απίθανο […]. Π.χ. στέλνει τον άντρα της στον αγιο-Ζαβλακά (στον αγιο-Βλάκα δηλαδή, και απωσδήποτε ανύπαρκτος), στα Σωκούλουρα, ή τον στέλνει να της φέρει τα «σίργανα τα μίγδαλα, τ' άμαστρα κοκίμελα», τα «κουρκουδόσκατα».
- Μιχάλης Γ. Μερακλής, Ευτράπελες διηγήσεις. Το κοινωνικό τους περιεχόμενο (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1980), σ. 27.
- ※ Το παράξενο πράγμα που ζητάει η γυναίκα για τη θεραπεία της πλαστής τύφλωσής της, είναι, κατά κανόνα, κωμικά απίθανο […]. Π.χ. στέλνει τον άντρα της στον αγιο-Ζαβλακά (στον αγιο-Βλάκα δηλαδή, και απωσδήποτε ανύπαρκτος), στα Σωκούλουρα, ή τον στέλνει να της φέρει τα «σίργανα τα μίγδαλα, τ' άμαστρα κοκίμελα», τα «κουρκουδόσκατα».
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.