ζαβλακώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζαβλακώνω < αναδρομικός σχηματισμός από τη μετοχή παθητικού παρακειμένου ζαβλακω(μένος) + -ώνω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /za.vlaˈko.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζαβλακώνω

Ρήμα

ζαβλακώνω, πρτ.: ζαβλάκωνα, αόρ.: ζαβλάκωσα, παθ.φωνή: ζαβλακώνομαι, π.αόρ.: ζαβλακώθηκα, μτχ.π.π.: ζαβλακωμένος

  • φέρνω κάποιον σε μια κατάσταση σωματικής και πνευματικής αδυναμίας που μοιάζει με τη νάρκωση
    η ζέστη και ο ήλιος με ζαβλάκωσαν
    με ζαβλάκωσε ο πυρετός

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.