Ευμορφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ευμορφία οι Ευμορφίες
      γενική της Ευμορφίας των Ευμορφιών
    αιτιατική την Ευμορφία τις Ευμορφίες
     κλητική Ευμορφία Ευμορφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ευμορφία < αρχαία ελληνική εὐμορφία < εὖ + μορφή

Προφορά

ΔΦΑ : /ev.moɾˈfi.a/

Κύριο όνομα

Ευμορφία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.