Ευαγγελίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ευαγγελίνα | οι | Ευαγγελίνες |
| γενική | της | Ευαγγελίνας | — | |
| αιτιατική | την | Ευαγγελίνα | τις | Ευαγγελίνες |
| κλητική | Ευαγγελίνα | Ευαγγελίνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ευαγγελίνα < ίσως από το Ευάγγελ(ος) με το επίθημα για σχηματισμό θηλυκού -ίνα, ή από ιταλική Evangelina • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταφράσεις
- → δείτε και το όνομα Ευαγγελία
Ευαγγελίνα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.