Ερυθραίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ερυθραίος | οι | Ερυθραίοι |
| γενική | του | Ερυθραίου | των | Ερυθραίων |
| αιτιατική | τον | Ερυθραίο | τους | Ερυθραίους |
| κλητική | Ερυθραίε | Ερυθραίοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ερυθραίος < Ερυθραί(α) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ɾiˈθɾe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐ρυ‐θραί‐ος
Συγγενικά
- ερυθραϊκός
- → και δείτε τη λέξη Ερυθραία
Μεταφράσεις
Ερυθραίος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.