Εμπεδοκλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Εμπεδοκλής οι Εμπεδοκλείς
& Εμπεδοκλήδες**
      γενική του Εμπεδοκλή
& Εμπεδοκλέους*
των Εμπεδοκλέων
& Εμπεδοκλήδων
    αιτιατική τον Εμπεδοκλή τους Εμπεδοκλείς
& Εμπεδοκλήδες
     κλητική Εμπεδοκλή Εμπεδοκλείς
& Εμπεδοκλήδες
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών.
** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα.
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Εμπεδοκλής < αρχαία ελληνική Ἐμπεδοκλῆς. Συγχρονικά αναλύεται σε έμπεδος + -κλής

Κύριο όνομα

Εμπεδοκλής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.