Ἐμμανουήλ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Ἐμμανουήλ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή עמנו אל
Κύριο όνομα
Ἐμμανουήλ αρσενικό άκλιτο
- (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα: Εμμανουήλ, Μανόλης
- «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ θεός.» (Κατὰ Ματθαίον Εὐαγγέλιον, 1, 23)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.