Ελενίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ελενίτσα οι Ελενίτσες
      γενική της Ελενίτσας
    αιτιατική την Ελενίτσα τις Ελενίτσες
     κλητική Ελενίτσα Ελενίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ελενίτσα < Ελέν(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Προφορά

ΔΦΑ : /e.leˈni.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ελενίτσα

Κύριο όνομα

Ελενίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ελένη

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.