Γεωργούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Γεωργούλα | οι | Γεωργούλες |
| γενική | της | Γεωργούλας | — | |
| αιτιατική | τη | Γεωργούλα | τις | Γεωργούλες |
| κλητική | Γεωργούλα | Γεωργούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- Γεωργούλα < Γεωργ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γεωργία
Γεωργούλα
|
|
Ετυμολογία 2
- Γεωργούλα < γενική ενικού του αρσενικού Γεωργούλας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.