Γάβροβο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Γάβροβο | ||
| γενική | του | Γάβροβου & Γαβρόβου | ||
| αιτιατική | το | Γάβροβο | ||
| κλητική | Γάβροβο | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γάβροβο < μεσαιωνική ελληνική Γάβροβον < σλαβικής προέλευσης габър (gábǎr: γάβρος) + σλαβικής προέλευσης -ово / -ов < πρωτοσλαβική *grabrъ + πρωτοσλαβική *-ovъ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣa.vɾo.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γά‐βρο‐βο
Μεταφράσεις
Γάβροβο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.