Γάβροβον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Γάβροβον | ||||||
| γενική | τοῦ | Γαβρόβου | ||||||
| δοτική | τῷ | Γαβρόβῳ | ||||||
| αιτιατική | τὸ | Γάβροβον | ||||||
| κλητική ὦ! | Γάβροβον | |||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
Γάβροβον ουδέτερο
- χωριό της Ελλάδας στα όρια της επισκοπής Σταγών στα 1163
- ※ Ἐκεῖθεν ἀπέρχεται μέχρι τοῦ Γαβρόβου διαιρῶν τὰ δίκαια τοῦ χωρίου Μέρτζι (…). Πρὸς τούτοις ἀνεγραψαμεθα καὶ τὸ χωρίον τὸ ἐγχωρίως ἐπονομαζόμενον Γάβροβον. Καὶ εὕρομεν ἐν αὐτῷ προσκαθημένους (…) (Δημήτριος Σοφιανός, Η Επισκοπή Σταγών. Σύντομο ιστορικό διάγραμμα, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών και Μετεώρων, Καλαμπάκα 2004, ISBN 960-87988-0-9, σελ. 82)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.