-ов

Διαγλωσσικοί όροι

Ετυμολογία

-ов < επίθημα σλαβικών γλωσσών, κτητικό ή πατρωνυμικό, και στο ουδέτερο, δηλωτικό τόπων < κληρονομημένο από την πρωτοσλαβική *-ovъ (αυτό) < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁é

Επίθημα

-ов ουδέτερο

Συγγενικά

  • -ова (θηλυκό)
  • -ово (ουδέτερο)
  • -овый
 δείτε και  ρωσική γλώσσα -ёв (-jóv, -ώφ, -όφ)

νέα ελληνική:

  • -οφ / -ωφ, -όφ, -ώφ, -οβ (αρσενικό)
  • -οβα (θηλυκό)
  • -οβο (ουδέτερο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.