Βρυσούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βρυσούλα οι Βρυσούλες
      γενική της Βρυσούλας
    αιτιατική τη Βρυσούλα τις Βρυσούλες
     κλητική Βρυσούλα Βρυσούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βρυσούλα < βρυσούλα < βρύσ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾiˈsu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βρυσούλα

Κύριο όνομα

Βρυσούλα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.