Βαγδάτη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βαγδάτη
      γενική της Βαγδάτης
    αιτιατική τη Βαγδάτη
     κλητική Βαγδάτη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πανοραμική άποψη της Βαγδάτης

Ετυμολογία

Βαγδάτη < αραβική بغداد (baḡdād) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vaˈɣða.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βαγδάτη

Κύριο όνομα

Βαγδάτη θηλυκό

  • πρωτεύουσα του Ιράκ
      Μια γυναίκα διορίστηκε, για πρώτη φορά στα χρονικά, δήμαρχος της Βαγδάτης μετά την αποπομπή του προηγούμενου δημάρχου, ο οποίος είχε δεχτεί σφοδρή κριτική για την «ανικανότητά» του να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης στην ιρακινή πρωτεύουσα.
    Πρώτη φορά γυναίκα δήμαρχος στην Βαγδάτη, Η Καθημερινή, 21 Φεβρουαρίου 2015

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.