Αϊδινιώτης
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.i.ðiˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ϊ‐δι‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αϊδινιώτης | οι | Αϊδινιώτες |
| γενική | του | Αϊδινιώτη | των | Αϊδινιωτών |
| αιτιατική | τον | Αϊδινιώτη | τους | Αϊδινιώτες |
| κλητική | Αϊδινιώτη | Αϊδινιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Αϊδινιώτης αρσενικό (θηλυκό Αϊδινιώτισσα)
Συγγενικά
- Αϊδίνιο / Αϊδίνι
- Αϊδινιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
Αϊδινιώτης
|
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αϊδινιώτης | οι | Αϊδινιώτηδες |
| γενική | του | Αϊδινιώτη* | των | Αϊδινιώτηδων |
| αιτιατική | τον | Αϊδινιώτη | τους | Αϊδινιώτηδες |
| κλητική | Αϊδινιώτη | Αϊδινιώτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Αϊδινιώτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Αϊδινιώτης < πατριδωνυμικό Αϊδινιώτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Aidiniotis, Aidiniotes
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.