Αϊδινιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αϊδινιώτισσα οι Αϊδινιώτισσες
      γενική της Αϊδινιώτισσας των Αϊδινιωτισσών
    αιτιατική την Αϊδινιώτισσα τις Αϊδινιώτισσες
     κλητική Αϊδινιώτισσα Αϊδινιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αϊδινιώτισσα < Αϊδινιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.i.ðiˈɲo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αϊδινιώτισσα

Κύριο όνομα

Αϊδινιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αϊδινιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.