Αρεταίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αρεταίος οι Αρεταίοι
      γενική του Αρεταίου των Αρεταίων
    αιτιατική τον Αρεταίο τους Αρεταίους
     κλητική Αρεταίε Αρεταίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος - κλίση: δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αρεταίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀρεταῖος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾeˈte.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αρεταίος

Κύριο όνομα

Αρεταίος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Αρεταίου)

Συγγενικά

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.