Ἀρεταῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀρεταῖος οἱ Ἀρεταῖοι
      γενική τοῦ Ἀρεταίου τῶν Ἀρεταίων
      δοτική τῷ Ἀρεταί τοῖς Ἀρεταίοις
    αιτιατική τὸν Ἀρεταῖον τοὺς Ἀρεταίους
     κλητική ! Ἀρεταῖε Ἀρεταῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀρεταίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀρεταίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀρεταῖος < ἀρετή, θέμα ἀρετα- + -ιος > -αῖος

Κύριο όνομα

Ἀρεταῖος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.