Ανατολία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ανατολία
      γενική της Ανατολίας
    αιτιατική την Ανατολία
     κλητική Ανατολία
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ανατολία < αγγλική Anatolia < αρχαία ελληνική ἀνατολή[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.toˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ανατολία

Κύριο όνομα

Ανατολία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.