Αμερσούδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αμερσούδα | οι | Αμερσούδες |
| γενική | της | Αμερσούδας | των | Αμερσούδων |
| αιτιατική | την | Αμερσούδα | τις | Αμερσούδες |
| κλητική | Αμερσούδα | Αμερσούδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Αμυρσώνης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
Αμερσούδα
|
|
Αναφορές
- Γεωργίου Ι. Ζολώτα, Ιστορία της Χίου, «συνταχθείσα επιμελεία της θυγατρός αυτού Αιμιλίας Κ. Σάρου και εκδοθείσα τη φροντίδι Φ.Π. Αργέντη, Λ.Μ. Καλβοκορέση, Δ.Π. Πετροκόκκινου», τόμ. Α΄ (Αθήνα: Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1923), σ. 258.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.