Αμερσούδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αμερσούδα οι Αμερσούδες
      γενική της Αμερσούδας των Αμερσούδων
    αιτιατική την Αμερσούδα τις Αμερσούδες
     κλητική Αμερσούδα Αμερσούδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αμερσούδα < Μυρσίνη [1]

Κύριο όνομα

Αμερσούδα θηλυκό

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Γεωργίου Ι. Ζολώτα, Ιστορία της Χίου, «συνταχθείσα επιμελεία της θυγατρός αυτού Αιμιλίας Κ. Σάρου και εκδοθείσα τη φροντίδι Φ.Π. Αργέντη, Λ.Μ. Καλβοκορέση, Δ.Π. Πετροκόκκινου», τόμ. Α΄ (Αθήνα: Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1923), σ. 258.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.