Αμυρσώνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αμυρσώνης | οι | Αμυρσώνηδες |
| γενική | του | Αμυρσώνη | των | Αμυρσώνηδων |
| αιτιατική | τον | Αμυρσώνη | τους | Αμυρσώνηδες |
| κλητική | Αμυρσώνη | Αμυρσώνηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Amyrsonis, Amirsonis
Αναφορές
- Βλ. Evangelia Balta (Ευαγγελία Μπαλτά), Peuple et production: pour une interpretation des sources ottomanes (Κωνσταντινούπολη, Les Éditions Isis, 1999, ISBN 9789754281460), σ. 57, σημ. 1.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.