Ίριδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ίριδα οι Ίριδες
      γενική της Ίριδας των Ιρίδων
    αιτιατική την Ίριδα τις Ίριδες
     κλητική Ίριδα Ίριδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ίριδα < αρχαία ελληνική Ἶρις

Κύριο όνομα

Ίριδα θηλυκό

  1. (θρησκεία) κατώτερη θεότητα, αγγελιοφόρος των θεών
  2. γυναικείο όνομα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.