écurie

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

écurie < écuyer

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
écurie écuries

écurie (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) το επάγγελμα του ιπποκόμου· (κατ’ επέκταση) χώρος για τους ιπποκόμους και τα άλογά τους
  2. ο στάβλος, το αχούρι
  3. το σύνολο των ζώων που βρίσκονται σ' έναν στάβλο
  4. écurie de courses, το σύνολο των αλόγων που τρέχουν σε μια ιπποδρομία· το σύνολο των αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών που τρέχουν για μια μάρκα, το σύνολο των ποδηλατών μιας ομάδας, το σύνολο των υποψηφίων σε έναν διαγωνισμό που ετοιμάζονται με τον ίδιο διευθυντή σπουδών· το σύνολο των συγγραφέων που εργάζονται για τον ίδιο εκδοτικό οίκο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.