embellish

Αγγλικά (en)

ενεστώτας embellish
γ΄ ενικό ενεστώτα embellishes
αόριστος embellished
παθητική μετοχή embellished
ενεργητική μετοχή embellishing

Ρήμα

embellish (en)

  1. διακοσμώ, ομορφαίνω κάτι με διακόσμηση
    They embellished the church with flowers for the wedding ceremony.
    Διακόσμησαν την εκκλησία με λουλούδια για την τελετή του γάμου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη decorate
  2. εξωραΐζω, κάνω μια ιστορία πιο ενδιαφέρουσα με λεπτομέρειες που δεν είναι πάντα αληθινές
    There is the natural human tendency to embellish the past.
    Υπάρχει η φυσική τάση του ανθρώπου να εξωραΐζει το παρελθόν.
     συνώνυμα: whitewash

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.