vault
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
vault (en)
- μία αψιδωτή οροφή
- ο ουράνιος θόλος
- ένας κλειστός χώρος με αψιδωτή οροφή, ιδιαίτερα ένας υπόγειος χώρος που χρησιμοποιείται ως θησαυροφυλάκιο, τάφος, κελάρι κ.λπ.
Ετυμολογία 2
- vault < παλαιά γαλλική volter < λατινική volvere
Πολυλεκτικοί όροι
- pole vault
- vaulting horse
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.