vanilla
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vəˈnɪlə/
- ⓘ
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | vanilla |
| συγκριτικός | more vanilla |
| υπερθετικός | most vanilla |
vanilla (en)
- (πληροφορική) ο κανονικός, ο απλός, ο βασικός, που δεν έχει υποστεί τροποποιήσεις
- (γλώσσες προγραμματισμού) που χρησιμοποιεί τις κανονικές εντολές μιας γλώσσας προγραμματισμού και όχι κάποια βοηθητική βιβλιοθήκη (library) ή πλαίσιο (framework)
- ↪ vanilla JavaScript, vanilla kernel
- ※ One of the most significant disadvantages of the vanilla script is client-side security since we all know that the code of JavaScript is viewable at the client-side. (JavaScript tutorial)[1]
- Ένα από τα πιο σημαντικά μειονεκτήματα μιας vanilla δέσμης εντολών είναι η ασφάλεια από την πλευρά του πελάτη, καθώς όλοι γνωρίζουμε ότι ο κώδικας της JavaScript είναι ορατός στην πλευρά του πελάτη.
-
(πληροφορική) Vanilla software στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- (αγγλικά) What is Vanilla JavaScript?. Πρόσβαση 2021-01-04.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.