kernel

Αγγλικά (en)

Προφορά

/ˈk3ːnl/

Ουσιαστικό

kernel (en)

  1. ο πυρήνας, το κέντρο ενός πράγματος ή συστήματος
  2. το φαγώσιμο τμήμα ενός σκληρού καρπού
  3. ο σπόρος ενός δημητριακού
  4. το κουκούτσι που περιέχει το σπόρο ορισμένων καρπών όπως το ροδάκινο
  5. (πληροφορική) ο πυρήνας ενός λειτουργικού συστήματος,
  6. (πληροφορική) το βασικό τμήμα ενός πολύπλοκου λογισμικού
     συνώνυμα: core engine

  • kernel στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.