βανίλια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βανίλια οι βανίλιες
      γενική της βανίλιας
    αιτιατική τη βανίλια τις βανίλιες
     κλητική βανίλια βανίλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βανίλια με το άνθος της
πέντε βανίλιες

Ετυμολογία

βανίλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική vaniglia < ισπανική vainilla < vaina (φλούδα)

Ουσιαστικό

βανίλια θηλυκό

  1. (φυτό) είδος αρωματικού φυτού
  2. (φρούτο) ο καρπός του παραπάνω φυτού
  3. (γλυκό) γλυκό του κουταλιού με την ίδια γεύση

  • βανίλα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.