βανίλια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βανίλια | οι | βανίλιες |
| γενική | της | βανίλιας | — | |
| αιτιατική | τη | βανίλια | τις | βανίλιες |
| κλητική | βανίλια | βανίλιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

βανίλια με το άνθος της
_(20576400351).jpg.webp)
πέντε βανίλιες
Ετυμολογία
- βανίλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική vaniglia < ισπανική vainilla < vaina (φλούδα)
Ουσιαστικό
βανίλια θηλυκό
- (φυτό) είδος αρωματικού φυτού
- (φρούτο) ο καρπός του παραπάνω φυτού
- (γλυκό) γλυκό του κουταλιού με την ίδια γεύση
- βανίλα
Συγγενικά
- βανιλένιος
- βανιλίνη
- βανιλώδης
-
βανίλια στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.