vacherie

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /va.ʃʁi/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
vacherie vacheries

vacherie (fr) θηλυκό

  1. ο στάβλος των αγελάδων
  2. (μεταφορικά)
    1. (παρωχημένο) η πλαδαρότητα
    2. κακή πράξη ή κακός λόγος, γαϊδουριά
       συνώνυμα: méchanceté
    3. κάτι το δυσάρεστο, άδικο ή κουραστικό, η χοντράδα
       συνώνυμα: saloperie
    4. η κακία

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.