vacherie
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.ʃʁi/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| vacherie | vacheries |
vacherie (fr) θηλυκό
- ο στάβλος των αγελάδων
- (μεταφορικά)
- (παρωχημένο) η πλαδαρότητα
- κακή πράξη ή κακός λόγος, γαϊδουριά
- κάτι το δυσάρεστο, άδικο ή κουραστικό, η χοντράδα
- η κακία
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.