χοντράδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χοντράδα οι χοντράδες
      γενική της χοντράδας των χοντράδων
    αιτιατική τη χοντράδα τις χοντράδες
     κλητική χοντράδα χοντράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χοντράδα < χοντρός + -άδα

Ουσιαστικό

χοντράδα θηλυκό

  1. η απρέπεια, η μη λεπτή συμπεριφορά
    έκανα χοντράδα, είπα χοντράδα, αυτό ήταν χοντράδα άσε τις χοντράδες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.