γαϊδουριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαϊδουριά οι γαϊδουριές
      γενική της γαϊδουριάς των γαϊδουριών
    αιτιατική τη γαϊδουριά τις γαϊδουριές
     κλητική γαϊδουριά γαϊδουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαϊδουριά < από το γάιδαρος

Ουσιαστικό

γαϊδουριά θηλυκό (πληθυντικός γαϊδουριές)

  1. (μεταφορικά) η ανάγωγη συμπεριφορά
  2. (μεταφορικά) η αγνωμοσύνη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.