unveil

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

unveil < (κληρονομημένο) μέση αγγλική *unveilen. Αναλύεται σε un- + veil

Προφορά

ΔΦΑ : /ʌnˈveɪl/
 

Ρήμα

unveil

  1. (μεταβατικό) (κυριολεκτικά και μεταφορικά) βγάζω το πέπλο, το κάλυμμα που σκεπάζει κάτι· ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω κάτι κρυμμένο·
     συνώνυμα: expose, reveal, uncloak
  2. (μεταβατικό) παρουσιάζω στους άλλους κάτι (ιδίως για πρώτη φορά)
  3. (αμετάβατο) αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι (βγάζω αυτό που με καλύπτει, που με κρύβει)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.