unveil
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- unveil < (κληρονομημένο) μέση αγγλική *unveilen. Αναλύεται σε un- + veil
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʌnˈveɪl/
- ⓘ
Ρήμα
unveil
- (μεταβατικό) (κυριολεκτικά και μεταφορικά) βγάζω το πέπλο, το κάλυμμα που σκεπάζει κάτι· ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω κάτι κρυμμένο·
- (μεταβατικό) παρουσιάζω στους άλλους κάτι (ιδίως για πρώτη φορά)
- (αμετάβατο) αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι (βγάζω αυτό που με καλύπτει, που με κρύβει)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.