ξεσκεπάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεσκεπάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ξεσκεπάζω
- βγάζω το κάλυμμα από κάτι ώστε να φαίνεται, να μην είναι σκεπασμένο πια
- (μεταφορικά) φέρνω κάτι κρυμμένο ή μυστικό στην επιφάνεια
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεσκεπάζω | ξεσκέπαζα | θα ξεσκεπάζω | να ξεσκεπάζω | ξεσκεπάζοντας | |
| β' ενικ. | ξεσκεπάζεις | ξεσκέπαζες | θα ξεσκεπάζεις | να ξεσκεπάζεις | ξεσκέπαζε | |
| γ' ενικ. | ξεσκεπάζει | ξεσκέπαζε | θα ξεσκεπάζει | να ξεσκεπάζει | ||
| α' πληθ. | ξεσκεπάζουμε | ξεσκεπάζαμε | θα ξεσκεπάζουμε | να ξεσκεπάζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεσκεπάζετε | ξεσκεπάζατε | θα ξεσκεπάζετε | να ξεσκεπάζετε | ξεσκεπάζετε | |
| γ' πληθ. | ξεσκεπάζουν(ε) | ξεσκέπαζαν ξεσκεπάζαν(ε) |
θα ξεσκεπάζουν(ε) | να ξεσκεπάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεσκέπασα | θα ξεσκεπάσω | να ξεσκεπάσω | ξεσκεπάσει | ||
| β' ενικ. | ξεσκέπασες | θα ξεσκεπάσεις | να ξεσκεπάσεις | ξεσκέπασε | ||
| γ' ενικ. | ξεσκέπασε | θα ξεσκεπάσει | να ξεσκεπάσει | |||
| α' πληθ. | ξεσκεπάσαμε | θα ξεσκεπάσουμε | να ξεσκεπάσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεσκεπάσατε | θα ξεσκεπάσετε | να ξεσκεπάσετε | ξεσκεπάστε | ||
| γ' πληθ. | ξεσκέπασαν ξεσκεπάσαν(ε) |
θα ξεσκεπάσουν(ε) | να ξεσκεπάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεσκεπάσει | είχα ξεσκεπάσει | θα έχω ξεσκεπάσει | να έχω ξεσκεπάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεσκεπάσει | είχες ξεσκεπάσει | θα έχεις ξεσκεπάσει | να έχεις ξεσκεπάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεσκεπάσει | είχε ξεσκεπάσει | θα έχει ξεσκεπάσει | να έχει ξεσκεπάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεσκεπάσει | είχαμε ξεσκεπάσει | θα έχουμε ξεσκεπάσει | να έχουμε ξεσκεπάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεσκεπάσει | είχατε ξεσκεπάσει | θα έχετε ξεσκεπάσει | να έχετε ξεσκεπάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεσκεπάσει | είχαν ξεσκεπάσει | θα έχουν ξεσκεπάσει | να έχουν ξεσκεπάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.