tubulus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

tubulus < tubus + -ulus

Ουσιαστικό

tubulus αρσενικό υποκοριστικό του tubus

  1. μικρός σωλήνας, σωληνίσκος
  2. μεταλλική ράβδος
  3. μπουρί

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική tubulus tubulī
γενική tubulī tubulōrum
δοτική tubulō tubulīs
αιτιατική tubulum tubulōs
κλητική tubule tubulī
αφαιρετική tubulō tubulīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.